ΥΨΗΛΗ ΤΑΣΗ

Ηλεκτρονικό Περιοδικό της Συνέλευσης «Ανοιχτό Κύκλωμα Ηλιούπολης»

Πώς θα φαίνεται η «επένδυση» του Ελληνικού στα μάτια των Αθηναίων στο μέλλον;

Πόσες φορές έχουμε αναλογιστεί πώς θα μπορούσε να είναι σήμερα η Αθήνα αν δεν είχε πέσει στα νύχια των κατασκευαστών, της αντιπαροχής και της ανελέητης ανοικοδόμησης που ξεκίνησε από τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 και συνεχίζεται έως και σήμερα. Βέβαια, αυτό ίσως να μην το σκεφτόμαστε όλοι και όλες, αφού λίγοι είμαστε εκείνοι/ες που αναφέρουμε την Αθήνα και τις γειτονιές της ως πατρίδα μας. Οι περισσότεροι κάτοικοι του λεκανοπεδίου αρέσκονται ακόμα να νιώθουν ως ιδιαίτερη πατρίδα τους κάποιον άλλον τόπο με ότι αντίκτυπο μπορεί να έχει το γεγονός αυτό για τον τρόπο που φέρονται στη «χαβούζα». Ωστόσο αυτή η «χαβούζα» αποτελεί τη μοναδική πατρίδα κάποιων. Οι υπόλοιποι γιατί να δείξουν σεβασμό σε αυτόν τον τόπο, όταν στάζει μέλι το στόμα τους μόνο για το χωριό τους; Άλλωστε κανείς δεν τρώει εκεί που πάει και «τα κάνει». Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.

Για να αντιληφθούμε πώς θα βλέπουν οι Αθηναίοι του μέλλοντος την επένδυση του Ελληνικού, θα αναφερθούμε στο πως βλέπουμε οι Αθηναίοι του παρόντος τα παρελθοντικά πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά εγκλήματα τα οποία «δολοφόνησαν» μία πόλη- στολίδι.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, (δε θα αναλύσουμε εδώ τις αιτίες και τις πολιτικές μεθοδεύσεις) δημιούργησε ανάγκες στέγασης οι οποίες καλύφθηκαν τις επόμενες δεκαετίες με τον πιο ανορθόδοξο και καταστροφικό τρόπο. Σ’ αυτό συνέβαλαν φυσικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις (σε περιόδους μίας «υπέροχης» δημοκρατίας), η «δίψα» των εργολάβων- κατασκευαστών για κερδοσκοπία αλλά και κάτι επιπλέον το οποίο συνήθως δεν αναφέρεται: η διάθεση για κερδοσκοπία ενός μεγάλου μέρους του λαού, τo οποίο προσπαθώντας να «μεγαλοπιαστεί» σε μία οικονομικά καθυστερημένη χώρα, σπεύδει να εκμεταλλευτεί την αντιπαροχή ώστε να κερδίσει χρόνο και να κάνει μια «δροσιστική» βουτιά στον καταναλωτισμό. Κάπως έτσι, τα παλιά νεοκλασικά με τα ακροκέραμα και τα μεταλλικά κομψοτεχνήματα που αναδείκνυαν το ταλέντο διαφόρων τεχνιτών, κατεδαφίζονται και δίνουν τη θέση τους σε πολυόροφα «κουτιά» από μπετό. Στο κεφάλι των Ελλήνων πλέον γυρίζουν λέξεις όπως «κομφόρ», «λουξ», «κατοικίες μοντέρνου ευρωπαϊκού τύπου» και προσδοκούν να τα γευτούν όλα αυτά σε έναν διαγωνισμό εξασφάλισης διαμερίσματος όσο πιο ψηλά γίνεται (τα ρετιρέ ήταν ένδειξη ευρωστίας). Οι Αθηναίοι, χάνουν τη ζωή στις νεοκλασικές μονοκατοικίες και στις προσφυγικές γειτονιές και «κερδίζουν» διαμονή σε διαμέρισμα, καθώς και μερικά ακόμα διαμερίσματα για τα παιδιά τους ή συμπλήρωση εισοδήματος μέσω της αντιπαροχής.

Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Γιάννη Τσαρούχη: «Οι ίδιες οι μεγάλες οικογένειες που πολλές φορές από μανία επιδείξεως έκαναν άσχημα σπίτια, έστω και νεοκλασικά, στο τέλος του πολέμου από κακογουστιά και κακό υπολογισμό λαχτάρισαν το διαμερισματάκι της πολυκατοικίας. Στη Βασιλίσσης Σοφίας, που ήταν το υπερήφανο γκέτο της αριστοκρατίας και πλουτοκρατίας, όλα τα μεγάλα ονόματα και τα μεγάλα τζάκια άρχισαν ένα ένα να γκρεμίζουν τα μέγαρά τους. Αν λίγο τ’ αγαπούσαν, θα φρόντιζαν να εξασφαλίσουν το ρουσφέτι του κράτους να τους δοθούν οικόπεδα σε αντάλλαγμα αυτών των σπιτιών, που θα έμεναν απείραχτα και φυσικά θα γίνονταν κρατικά».

Ο Αρχιτέκτων Αριστομένης Προβελλέγιος έγραφε:«η πολυκατοικία προσφέρει τα ψευτοκομφόρ που αγαπιούνται και ανθίζουν σ’ όλη την Ελλάδα».

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η σημερινή θλιβερή εικόνα της πρωτεύουσας αλλά και άλλων ελληνικών πόλεων, με το μπετό να έχει «καταπιεί» τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της παλιάς Αθήνας. Η Αθήνα χαρακτηρίζεται πλέον από μία ιστορική ασυνέχεια, αφού νομίζεις ότι κατοικούνταν μόνο στην αρχαιότητα και ύστερα από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Έχουμε ελάχιστα που να μας θυμίζουν το μεσοδιάστημα. Δυστυχώς, το προσωπικό συμφέρον του κάθε Έλληνα μέσω αντιπαροχής στάθηκε ψηλότερα από άλλες αξίες. Σαν συνέπεια αυτής της δραστηριότητας ήταν η άνοδος της αξίας της γης με τους ιδιοκτήτες να γκρεμίζουν κτίρια- κοσμήματα που έκρυβαν την ιστορία της πόλης και να υπολογίζουν τα πάντα σε τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο διαμερισμάτων και καταστημάτων. Το κράτος φυσικά δεν πήρε καμία πρωτοβουλία ώστε να περισώσει αυτά τα κτίρια, αντιθέτως ήταν συνένοχο στο έγκλημα «ταΐζοντας» τους «επαγγελματίες» κατασκευαστές (στην ουσία επρόκειτο ως επί των πλείστων για έναν κλάδο «κατσαπλιάδων»-κερδοσκόπων) με τερατώδεις συντελεστές δόμησης και κάλυψης, με το αποτέλεσμα να εκφράζεται πολύ εύστοχα από Αμερικανό ιστορικό: «Μετά τον πόλεμο οι Έλληνες γκρέμισαν όλα τα παλιά κτίρια για να χτίσουν καινούργια· ενώ όμως ζουν σήμερα σ’ αυτά τα καινούργια, το μυαλό τους είναι διαρκώς στα παλιά». Και πραγματικά, όσοι/όσες έχουν την ελάχιστη αντίληψη, «θρηνούν» για την Αθήνα και την ευκαιρία που χάσαμε να ζούμε σε μία από τις πιο γραφικές πόλεις της Ευρώπης, «κολυμπώντας» καθημερινά σ’ αυτή τη θάλασσα σκυροδέματος.

Ωστόσο παρά τις πολεοδομικές εξελίξεις των προηγούμενων δεκαετιών, η Αθήνα σήμερα μέσα σε όλες αυτές τις παθογένειες έχει αποκτήσει ένα νέο σύγχρονο χαρακτήρα. Εκτός από τα κλασσικά μνημεία της αρχαιότητας, είναι ένα κράμα ευρωπαϊκής μεσογειακής πόλης με σύγχρονα στοιχεία που τα συναντάς και στα μεγάλα αστικά κέντρα των αραβικών χωρών, με μία πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνική ζωή. Έχει επιπλέον γλιτώσει από «φαραωνικά» έργα ουρανοξυστών (αν εξαιρέσουμε τα εκτρώματα του Μπάμπη Βωβού στην Λ. Κηφισίας) και άλλων καταστροφικών παρεμβάσεων , μέχρι που εμφανίστηκε αυτό:

Φωτορεαλιστική απεικόνιση Marina Tower

Πρόκειται για την «επένδυση» του Ελληνικού, ένα έργο που θα αποτελέσει μία νέα «μετάλλαξη» του αθηναϊκού και γενικότερα του λεγόμενου «αττικού τοπίου» που κάνει το φαινόμενο της αντιπαροχής να μοιάζει «νηπιαγωγείο». Η «επένδυση» του Ελληνικού, εκτός ότι αποτελεί πρωτοφανές σκάνδαλο που στήθηκε στις πλάτες μας για λόγους που θα αναλύσουμε σε άλλο άρθρο, πρόκειται για την επιτομή του «κιτς», της κουλτούρας του νεο-πλουτισμού και του «life-style», εισάγοντας έτσι την Αθήνα και γενικότερα τη χώρα σε ένα νέο ολέθριο μοντέλο αμοραλιστικού τουρισμού το οποίο δεν απευθύνεται σε εμάς! Εκτός από τις 9.000 περίπου νέες κατοικίες που θα κατασκευαστούν στο χώρο του πρώην αεροδρομίου, δημιουργώντας έτσι μία πόλη μέσα στην πόλη με ότι αυτό συνεπάγεται για την ήδη αυξανόμενη πολεοδομικά και κυκλοφοριακά επιβάρυνση της ευρύτερης περιοχής, το Ελληνικό θα «κονομήσει» και προσχώσεις στο θαλάσσιο χώρο και κατασκευαστικά εκτρώματα τύπου Ντουμπάι όπως ο ουρανοξύστης «Marina Tower».

Η αναισθητική ανάπλαση του Ελληνικού θα αποτελέσει στην ουσία μία διάπραξη ύβρεως απέναντι στο χαρακτήρα του τόπου μας, εισάγοντας για πρώτη φορά στη χώρα ένα στυλ από υλικά που επιβαρύνουν το περιβάλλον και «βιάζουν» την αισθητική, σε μία εποχή που χρειαζόμαστε ακριβώς το αντίστροφο. Όχι μόνο πρακτικά και αισθητικά αλλά και κοινωνικά, μιας και η περιοχή αποκτώντας περίκλειστες ζώνες μόνο για λίγους προνομιούχους, στην ουσία θα στερήσει από την αθηναϊκή κοινωνία έναν δυνητικά αστικό παράδεισο.

Προφανώς η εξέλιξη αυτή έχει τους υποστηρικτές της και για να είμαστε ειλικρινείς η κοινωνία δε έδειξε πρόθυμη να αντισταθεί μαζικά (εκτός από εξαιρέσεις κινήσεων πολιτών, επιτροπών αγώνα και συγκεκριμένων δημοτικών αρχών που προς τιμή τους αγωνίστηκαν πεισματικά), παρασυρόμενη από το αφήγημα της ανάπτυξης με την κοινή γνώμη να ζει το όνειρο της «γκλαμουριάς» με ότι αυταπάτη αυτό εμπεριέχει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ακόμα και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας να μη πάει κόντρα στο ρεύμα, να «πουλήσει» ακόμα και τις τοπικές κομματικές της οργανώσεις ψηφίζοντας μαζί με τη Νέα Δημοκρατία στη Βουλή υπέρ της επένδυσης του Ελληνικού. Έχει όμως κάποια αξία αυτό; έχει πραγματική αξία η άποψη της πλειοψηφίας πάνω σε τέτοιες παρεμβάσεις που αλλάζουν οριστικά το τοπίο και την ποιότητα ζωής; Μάλλον όχι. Και αυτό γιατί μας το δείχνει η ίδια η ιστορία που όπως φαίνεται δε μαθαίνουμε ποτέ από αυτήν.

Όταν μπαζώθηκαν τα ποτάμια της Αθήνας και ο Ιλισός, ο Κηφισός και τα υπόλοιπα «αδέρφια» τους θάφτηκαν μια για πάντα κάτω από τη οδό Μιχαλακοπούλου και την Εθνική Οδό, λίγοι ψέλλισαν κάποιες λέξεις αντίρρησης. Η κοινωνία υπήρξε με τον τρόπο της χειροκροτητής. Όπως χειροκροτητής υπήρξε και όλες αυτές τις δεκαετίες που έπνιγαν την Αθήνα στο μπετό των πολυκατοικιών, δημιουργώντας έναν τριτοκοσμικού τύπου οικονομικό κλάδο που το ονόμαζαν και «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας χειροκροτάει από την κερκίδα και την «επένδυση» του Ελληνικού, ευελπιστώντας να αρπάξει λίγο «γκλίτερ» από αυτή τη λάμψη ή ζώντας με την αυταπάτη ότι θα του προσφέρει αξιοπρεπή εργασία ή αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του.

Οι πραγματικοί κριτές όμως, θα είναι οι άνθρωποι που θα κατοικούν στο μέλλον στην πόλη, όπου στερημένοι ήδη από τεράστιες εκτάσεις δασών που εκτείνονταν μέχρι πρόσφατα γύρω από την Αθήνα, οι οποίες ήταν συστατικά του πανέμορφου αττικού τοπίου και του περιβόητου αττικού κλίματος, τώρα θα ζουν σε μία δυστοπία με τον τόπο τους αλλαγμένο για πάντα που θα θυμίζει πόλη- φρανκενστάιν. Όταν έρθει εκείνη η στιγμή θα δούμε αν οι «γραφικές μειοψηφίες που θέλουν να μείνουμε πίσω» ή οι «θιασώτες» της ανάπτυξης και των «επενδύσεων» που αποκομίζουν ευκαιριακό κέρδος εις βάρος του περιβάλλοντος και της κοινωνίας θα πάνε «ταμείο». Αφού λοιπόν επιλέξαμε αντί για το μεγαλύτερο μητροπολιτικό πάρκο της Ευρώπης που θα το έβρεχαν ελεύθερες παραλίες να αποκτήσουμε την «αθηναϊκή ριβιέρα», μαρίνες για κότερα, καζίνο, «αεριτζήδες» Λάτσηδες και περιφραγμένες ζώνες για ιδιωτικά «γούστα», καλοφάγωτα. Οι Αθηναίοι και Αθηναίες του μέλλοντος, θα αντιλαμβάνονται το Ελληνικό όπως αντιλαμβανόμαστε εμείς τις μπετονένιες πολυκατοικίες και το μπάζωμα των ποταμών του λεκανοπεδίου.

Πηγές:

“Από το νεοκλασικό στην πολυκατοικία”- Γιώργος Τουρσουνόγλου: Αρχιτέκτων Μηχανικός DESA Παρισίων, Δρ Πανεπιστημίου της Σορβόνης IV

Α. Προβελέγγιος, «Σκέψεις για την αρχιτεκτονική»

Διαδώστε: