ΥΨΗΛΗ ΤΑΣΗ

Ηλεκτρονικό Περιοδικό της Συνέλευσης «Ανοιχτό Κύκλωμα Ηλιούπολης»

16 Νοεμβρίου 1973

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973. Απογευματινό μάθημα στο 6τάξιο Γυμνάσιο Αρρένων Ηλιούπολης. Σε μια γωνιά του προαυλίου μια ομάδα 12-15 μαθητών του Ε2 συζητάμε χαμηλόφωνα, κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω. Μεταξύ μας έχει αποκτηθεί μια εμπιστοσύνη στη βάση της ψιθυριστής αφήγησης αντιχουντικών ανεκδότων και, σαν παιδική σκανδαλιά, της συνωμοτικής καταστροφής κάποιων προπαγανδιστικών αφισών της χούντας στο σχολείο. Δίνουμε ραντεβού έξω απ’ το Πολυτεχνείο, γωνία Πατησίων και Στουρνάρη στις 10μμ, μετά τη λήξη των φροντιστηρίων μας στο κέντρο,«για να δούμε τι γίνεται».

Δεν έχουμε όλοι την ίδια συνείδηση της κατάστασης. Σε άλλους ίσως κάτι έχουν πει οι γονείς τους, άλλοι έχουμε ακούσει εδώ κι εκεί κάποιες τρομερές φήμες για εξορισμένους και φρικτά βασανιστήρια. Όλοι μας αντιπαθούμε τον «Πεθαμένο», τον αυταρχικό Γυμνασιάρχη, και τους μισούς καθηγητές, τους πιο σπαστικούς, που τυχαίο; είναι και προπαγανδιστές της χούντας. Κι έχουμε προσέξει έναν-δυο καθηγητές, τους πιο αγαπητούς, να τολμούν, σε επιλεγμένο ακροατήριο, κάποιους αιρετικούς γρίφους.

Προσπαθούμε εδώ και δυο μέρες να ακούσουμε στο ραδιόφωνο τον παράνομο σταθμό του Πολυτεχνείου, τι είναι αυτό που προσπαθούν να πουν «τα ταραχοποιά στοιχεία» «οι αναρχοκομμουνιστές», μέσα απ’ τις παρεμβολές και τα ραδιοπαράσιτα του καθεστώτος. Και με ποιο τεράστιο θράσος, πώς τολμούν να βγάζουν γλώσσα στο πανίσχυρο καθεστώς που ελέγχει τα πάντα, έχει το μονοπώλιο της πληροφόρησης, τα γλομπς και τα περίστροφα και μοιάζει πως θα διαρκέσει για πάντα.

6.30μμ, το λεωφορείο της Άνω Ηλιούπολης πλησιάζει στο τέρμα, στη Σίνα. Μένω άναυδος βλέποντας συνθήματα με μαύρη μπογιά πάνω στα τρόλει. «Δημοκρατία», «Κάτω η χούντα». Οι μισοί επιβάτες του λεωφορείου κοιτούν σιωπηλοί. Οι άλλοι μισοί βρίζουν τους αλήτες, τους μαλλιάδες τους φοιτητές που ασχολούνται με τα πολιτικά αντί να κοιτούν τα μαθήματά τους.

Το φροντιστήριο είναι στη Μπενάκη, μεταξύ Ακαδημίας και Σόλωνος. Το μάθημα ξεκινάει κανονικά στις 7μμ αλλά σύντομα αρχίζουν να ακούγονται δυνατοί κρότοι. Πυροβολισμοί; Είναι δυνατόν; Στο διάλειμμα βγαίνουμε στα παράθυρα, είμαστε στον 6ο όροφο. Με μια ξαφνική οχλοβοή πολλές δεκάδες αστυνομικών ανεβαίνουν τρέχοντας τη Σόλωνος. Ποιους να κυνηγούν; Απ΄τους ορόφους των φροντιστηρίων εκσφενδονίζονται κιμωλίες και σφουγγάρια. Καθώς όμως η μάζα των αστυνομικών αραιώνει, ιπτάμενες πέτρες και καδρόνια τους ακολουθούν και εμφανίζεται ένα πλήθος διαδηλωτών να τους καταδιώκει!

Ο καθηγητής ξαναρχίζει βιαστικά το μάθημα όμως κάτι παράξενο στον αέρα αρχίζει να κάνει τα μάτια μας να δακρύζουν, οι μύτες μας τρέχουν, δυσκολευόμαστε να αναπνεύσουμε. Τα μεγάφωνα του φροντιστηρίου καλούν συνεχώς ονόματα μαθητών στη γραμματεία, καταλαβαίνω πως έρχονται γονείς και παίρνουν τα παιδιά τους. Κοιταζόμαστε με ανησυχία, αρχίζει να επικρατεί πανικός. Η τάξη αραιώνει, μέχρι που τα μεγάφωνα ανακοινώνουν πως το φροντιστήριο κλείνει και να πάμε γρήγορα στα σπίτια μας.

Βγαίνω στο δρόμο, είναι 9 παρά, βήχω απ’ αυτό το αέριο, εκπυρσοκροτήσεις ακούγονται τριγύρω, κόσμος τρέχει πανικόβλητος, ούτε που σκέφτομαι το ραντεβού των 10 στο Πολυτεχνείο. Ανεβαίνω την Ακαδημίας που είναι πνιγμένη σε μια κίτρινη ομίχλη για να φθάσω γρήγορα στη Σίνα, στο λεωφορείο. Κρατιέμαι να μην τρέξω, μη φανώ ύποπτος. Στην Ιπποκράτους μια μεγάλη ομάδα αστυνομικών έχει φράξει και τα δυο πεζοδρόμια. Διστακτικά πλησιάζω, είμαι πολύ μικρός για να ασχοληθούν. Παρατηρώ πως είναι κακοποιημένοι. Κάποιοι κουτσαίνουν, σχισμένες στολές, ίσως οι ίδιοι που είδα να καταδιώκονται. Ελέγχουν κόσμο και συλλαμβάνουν κυρίως νέους, με βάση την εμφάνιση. Τους ανεβάζουν με χειροπέδες σε μια κλούβα.

Κάνω να προσπεράσω αλλά με φωνάζουν: «Που πας εσύ;» Δυο με πιάνουν απ’ τους αγκώνες. «Πού ήσουν;» Τους δείχνω τη σχολική μου τσάντα: «Στο φροντιστήριο». «Έτσι ε;» Με τραβούν ανάμεσα στη μάζα των αστυνομικών προς την κλούβα. Δέχομαι κλωτσιές και γροθιές από πίσω. Είμαι πολύ τρομοκρατημένος για να πονέσω. Ο ένας που με κρατάει λέει: «Άστον» Ο άλλος: «Όχι, να τον πάμε μέσα τον πούστη». «Άστον» ξαναλέει ο άλλος. Με αφήνουν.

Περνάω απέναντι, νέο μπλόκο, με ξαναπιάνουν. Λέω: «Με αφήσανε οι άλλοι». Μου ρίχνουν μια-δυο και με διώχνουν. Στρίβω ανάμεσα Πανεπιστήμιο και Ακαδημία για πιο ήσυχα. Λάθος! Στα σκαλιά της Ακαδημίας, μεσ’ το σκοτάδι, παραφυλάει ένα πλήθος αστυνομικών. Χτυπούν τα πόδια τους ρυθμικά τρομοκρατώντας τους περαστικούς.

Στην αφετηρία του λεωφορείου έχει μια τεράστια ουρά. Κρατούν μαντήλια στο στόμα. Βήχουν και δακρύζουν. Κοιτάζω ανήσυχα τους αστυνομικούς δίπλα που συνεχίζουν το ποδοβολητό. Η οδός Πανεπιστημίου απόκοσμη, έρημη, μεσ’ την ομίχλη των δακρυγόνων. Ξάφνου δυο θωρακισμένα της αστυνομίας τη διασχίζουν ανάποδα με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Καταλαβαίνω πως λεωφορείο δεν πρόκειται να έλθει.

Αποφασίζω να πάω στο Ζάππειο να πάρω το λεωφορείο του Υμηττού κι από κει με τα πόδια σπίτι. Πώς όμως να φτάσω εκεί; Μήπως στο Σύνταγμα έχει ταραχές; Κάνω μια μεγάλη παράκαμψη μέσα απ’ την Πλάκα. Όλα έρημα, σκοτεινά, απειλητικά. 10.30’ βρίσκομαι στο λεωφορείο. Στο πίσω μέρος μια παρέα φοιτητών κουβεντιάζει χαμηλόφωνα. Κρυφακούω. Λένε πως η αστυνομία πυροβόλησε και σκότωσε δυο φοιτητές.

Διαδώστε: